- ἀγωνολογία
- ἀγωνο-λογία, ἡ, ([etym.] λέγω)A laborious discussion, Gal.1.79.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αγωνολογία — ἀγωνολογία, η (Α) κουραστική συζήτηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγωνολόγος < ἀγὼν + λόγος < λέγω] … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek